ἀνήνεμος
Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun
English (LSJ)
ἀνήνεμον, without wind, ἀνήνεμος χειμώνων without the blast of storms, S. OC677 (lyr.); gentle, τυφών Olymp.in Mete.201.22.
Spanish (DGE)
-ον
1 no azotado por los vientos φυλλάς S.OC 677.
2 fig. moderado, suave συμπόσιον Plu.2.713f, τυφών Olymp.in Mete.201.22.
German (Pape)
[Seite 229] (ἄνεμος, vgl. νήνεμος u. ἠνεμόεις), windstill, ἀνήνεμος χειμώνων, ohne das Wehen der Stürme, Soph. O. C. 683; καὶ ἀθόρυβον δεῖπνον Plut. Symp. 7, 8, E.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans vent, calme ; ἀνήνεμος χειμώνων SOPH à l'abri des coups de vent et de la tempête.
Étymologie: ἀ, ἄνεμος.
Russian (Dvoretsky)
ἀνήνεμος:
1 безветренный, защищенный от ветров (φυλλὰς ἀ. πάντων χειμώνων Soph.);
2 перен. безмятежный, тихий (δεῖπνον Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνήνεμος: -ον, ὁ ἄνευ ἀνέμου, γαλήνιος, ἥσυχος, ἀνήνεμος χειμώνων (ἀντὶ ἄνευ ἀνέμου χειμώνων), ἄνευ τῆς πνοῆς τῶν θυελλῶν: - ἀνήνεμόν τε πάντων χειμώνων Σοφ. Ο. Κ. 677. (Ἐκ τοῦ ἀν- στερ., καὶ ἄνεμος πρβλ. νήνεμος, ἀνεμόεις· οὕτως ἀνήνωρ, ἠνορέη, ἐκ τοῦ ἀνήρ).
Greek Monolingual
ἀνήνεμος, -ον (Α)
1. αυτός που δεν τον χτυπά ο άνεμος, γαλήνιος, ήσυχος
2. αθόρυβος, χωρίς φασαρίες.
Greek Monotonic
ἀνήνεμος: -ον (ἄνεμος), αυτός που δεν έχει άνεμο, ἀνήνεμος χειμώνων, χωρίς την πνοή των θυέλλων, σε Σοφ.
Middle Liddell
ἄνεμος
without wind, ἀνήνεμος χειμώνων without the blast of storms, Soph.