νήριθμος

From LSJ

φύγωμεν οὖν τὴν συνήθειαν ... ἄγχει τὸν ἄνθρωπον, τῆς ἀληθείας ἀποτρέπει → so let's stay away from the habitual ... it strangles us, turns us away from the truth

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νήριθμος Medium diacritics: νήριθμος Low diacritics: νήριθμος Capitals: ΝΗΡΙΘΜΟΣ
Transliteration A: nḗrithmos Transliteration B: nērithmos Transliteration C: nirithmos Beta Code: nh/riqmos

English (LSJ)

νήριθμον, = ἀνάριθμος, countless, Theoc.25.57, Lyc.415.

German (Pape)

[Seite 253] (νη – ἀριθμός), unzählig; Theocr. 25, 57; Ep. athl. stat. 46 (Plan. 370); D. L. 10, 9.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
innombrable.
Étymologie: νη-, ἀριθμός.

Russian (Dvoretsky)

νήριθμος: несчетный, несметный Theocr.

Greek (Liddell-Scott)

νήριθμος: -ον, = ἀνάριθμος, ἀναρίθμητος, Θεόκρ. 25. 57, Λυκόφρ. 415.

Greek Monolingual

νήριθμος, -ον (Α)
αναρίθμητος, αμέτρητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη- + ἀριθμός (πρβλ. ισήριθμος)].

Greek Monotonic

νήριθμος: -ον, = ἀνάριθμος, αναρίθμητος, άπειρος, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

νήριθμος, ον, = ἀνάριθμος
countless, Theocr.