ἀριστόχειρ

Revision as of 19:49, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

χειρος, ὁ, ἡ,

   A won by the stoutest hand, ἀγών S.Aj. 935 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 353] ἀγών, ein Kampf, in dem die beste Faust entscheidet, Soph. Ai. 915, od. nach dem Schol. ὁ κρίνων, τίς ἐστιν ὁ ἄριστος κατὰ τὴν χεῖρα.

Greek (Liddell-Scott)

ἀριστόχειρ: ὁ, ἡ, ἐν τῇ φράσει ἀγὼν ἀριστόχειρ, «ὁ κρίνων τίς ἐστιν ἄριστος κατὰ τὴν χεῖρα» (Σχόλ.), Σοφ. Αἴ. 935.

French (Bailly abrégé)

ειρος (ὁ, ἡ)
qui l’emporte par la vigueur de son bras.
Étymologie: ἄριστος, χείρ.