ἀωρόνυκτος
English (LSJ)
ον,
A at midnight, ἀ. ἀμβόαμα ἔλακε A.Ch.34 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀωρόνυκτος: -ον, (νὺξ) μεσονύκτιος, ἀωρόνυκτον ἀμβόαμα, Λατ. intempesta nocte, Αἰσχύλ. Xο. 34· πρβλ. ἀωρί.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui se fait à une heure indue de la nuit.
Étymologie: ἄωρος, νύξ.