γλυκύφθογγος
From LSJ
Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann
English (LSJ)
ον,
A sweet-toned, Sch. Pi.O.6.162.
Greek (Liddell-Scott)
γλῠκύφθογγος: -ον, ὁ γλυκεῖαν ἔχων φωνήν, γλυκέως φθεγγόμενος, Σχολ. εἰς Πίνδ. Ο. 6. 162.