αἱμοβόρος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A blood-sucking, of certain insects, Arist.HA596b13; γαστέρας αἱ., of serpents, greedy of blood, Theoc.24.18; ἔχιδνα IG4.620.4 (Argos); λύκος βλέπων -βόρον Alciphr.3.21.
Greek (Liddell-Scott)
αἱμοβόρος: -ον, ὁ βιβρώσκων, μυζῶν αἷμα, ἐπὶ ἐντόμων τινῶν, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 8. 11. 1· γαστέρας αἱμ. ἐπὶ ὄφεων = ἀκόρεστος αἵματος, Θεόκρ. 24. 18· ἔχιδνα Συλλ. Ἐπιγρ. 1152.