δύσθραυστος
From LSJ
Μετὰ δικαίου ἀεὶ διατριβὰς ποιοῦ (Μετὰ δικαίων † τὰς διατριβὰς ποιοῦ) → Cum iustis semper versare in eodem loco → Mit den Gerechten pflege Umgang immerfort
English (LSJ)
ον,
A hard to break, Dsc.4.154, Gal. UP11.17.
German (Pape)
[Seite 681] = δύσθλαστος, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
δύσθραυστος: -ον, ὁ δυσκόλως θραυόμενος, Διοσκ. 4. 143.