τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions
Full diacritics: ἀποστρᾰκόομαι | Medium diacritics: ἀποστρακόομαι | Low diacritics: αποστρακόομαι | Capitals: ΑΠΟΣΤΡΑΚΟΟΜΑΙ |
Transliteration A: apostrakóomai | Transliteration B: apostrakoomai | Transliteration C: apostrakoomai | Beta Code: a)postrako/omai |
A become dry like a potsherd, Hp.VC16, Dsc.2.4, Hippiatr.25; to be ossified, Phlp.in GA113.1.
ἀποστρακόομαι: παθ. γίνομαι σκληρὸς ὡς ὄστρακον, ἐπὶ πάσχοντος ἀπεξηραμμένου ὀστοῦ μὴ τρεφομένου πλέον ὑπὸ τοῦ αἵματος, Ἱππ. περὶ τῶν ἐν Κεφ. Τρωμ. 910.