δαιμονιόπληκτος
From LSJ
Άνδρα μοι ἒννεπε, Μούσα, πολὺτροπον, ... → Tell me, o Muse, of that ingenious hero, ... (Homer's Odyssey)
English (LSJ)
ον,
A = δαιμονιόληπτος, PMag.Leid.V.9.1, Ptol. Tetr.169: Subst. δαιμονιο-πληξία, ἡ, ib.170, Petas. ap. Olymp.Alch.p.95 B.
German (Pape)
[Seite 514] von einem Dämon geschlagen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δαιμονιόπληκτος: -ον, = δαιμονιόληπτος· καὶ οὐσιαστ. -πληξία, ἡ, Πρόκλ.