ἀνεκπλήρωτος
From LSJ
Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau
English (LSJ)
ον,
A incapable of fulfilment, τἀγαθὸν<οὐκ>-τον Phld.D.1.12.
German (Pape)
[Seite 221] nicht auszufüllen, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεκπλήρωτος: -ον, ὁ μὴ πληρωθεὶς ἢ ὁ μὴ δυνάμενος νὰ πληρωθῇ, Ἀποσπ. Ἡρακλεωτ. σ. 211 Scott.