διακομίζω
German (Pape)
[Seite 582] hinüberschaffen, -fahren, σταδίους πέντε, Her. 1, 31; übersetzen, εἰς τὴν νῆσον Thuc. 3, 75; Pol. 1, 20, Sp. – Med., zu sich hinüberschaffen, νεκρούς Thuc. 1, 89. – Pass., übergesetzt werden, Thuc. 1, 136; übh. = übergehen, Thuc. 3, 23; εἰς ἀγριώτερον τόπον διακομισθείς Plat. Legg. X, 905 b; sogar βίον ἄριστα διακομισθησόμεθα, VII, 803 b.
Greek (Liddell-Scott)
διακομίζω: μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, μεταφέρω, μεταβιβάζω, εἰς τὴν νῆσον Θουκ. 3. 75· πέντε σταδίους δ. τινὰ Ἡρόδ. 1. 31. - Μέσ., μεταβιβάζω τι τῶν ἐμῶν, δ. τοὺς παῖδας ὁ αὐτ. 1. 89. - Παθ., μεταβιβάζομαι, Θουκ. 1. 136· διέρχομαι, διαβαίνω, ὁ αὐτ. 3. 23, Ἀνδοκ. 27. 34, Πλάτ. Νόμ. 905Β. ΙΙ. ἀναζωογονῶ, τινὰ σιτίοισι Ἱππ. 479. 28· - πρβλ. Κόντου Γλωσσ. Παρατ. σ. 477.
French (Bailly abrégé)
transporter ; Pass. être transporté, se transporter à travers;
Moy. διακομίζομαι ramener avec soi : τοὺς παῖδας THC ses enfants.
Étymologie: διά, κομίζω.