German (Pape)
[Seite 420] ῶνος, ὁ, = ἀχυρός, Ar. Vesp. 1310, v. l. ἀχυρός, woraus man ἀχυρμός vermuthet; der Schol. führt ὄνος εἰς ἀχυρῶνα ἀπέδρα an, vgl. ἄχυρον.
Greek (Liddell-Scott)
ἀχυρών: -ῶνος, ὁ, ἀποθήκη ἀχύρων, κοινῶς «ἀχερῶνα», ἀχυρῶνα ἄθυρον Ἐπιγρ. Δήλου BCH. 1890, 426.