ἀργομέτωπος
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
English (LSJ)
ον,
A with rough-hewn faces, λίθοι Ph.Bel.82.5.
Greek (Liddell-Scott)
ἀργομέτωπος: -ον, ἀκατέργαστον ἔχων τὴν ἐπιφάνειαν, λίθοι ἀργομέτωποι Φίλων Βελοπ. 82.