αἰκίστρια
From LSJ
Ξίφος τιτρώσκει σῶμα, τὸν δὲ νοῦν λόγος → Ut corpus ensis, verba mentem sauciant → Das Schwert verletzt den Körper, doch den Sinn das Wort
English (LSJ)
ἡ (as if from a masc. αἰκιστής),
A she who tortures, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
αἰκίστρια: «ἡ αἰκίζουσα», Ζωναρ. = ἡ κακοποιοῦσα.