ἕνδυο
From LSJ
Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat
English (LSJ)
Adv.
A one-two, i.e. quickly, Men.198.
German (Pape)
[Seite 836] erkl. Suid. ταχέως u. führt aus Men. an παρέσομαι ἕνδυο, wie wir: eins, zwei, drei.
Greek (Liddell-Scott)
ἕνδυο: ἐπίρρ., ἕως οὗ νὰ εἴπῃ τις ἓν δύο, δηλ. ταχέως, Μένανδρ. ἐν «’Εφεσίῳ» 4. - Πρβλ. Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 61.