γιγγλυμόομαι
From LSJ
English (LSJ)
A to be hinge-jointed, γεγιγγλύμωνται πρὸς ἀλλήλους οἱ σφόνδυλοι Hp.Art.45.
Greek (Liddell-Scott)
γιγγλῠμόομαι: συναρμόζομαι, διαρθροῦμαι, ὡς ὁ γίγγλυμος μὲ γιγγλυμοειδῆ ἄρθρωσιν, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 810.
Full diacritics: γιγγλῠμόομαι | Medium diacritics: γιγγλυμόομαι | Low diacritics: γιγγλυμόομαι | Capitals: ΓΙΓΓΛΥΜΟΟΜΑΙ |
Transliteration A: ginglymóomai | Transliteration B: ginglymoomai | Transliteration C: gigglymoomai | Beta Code: gigglumo/omai |
A to be hinge-jointed, γεγιγγλύμωνται πρὸς ἀλλήλους οἱ σφόνδυλοι Hp.Art.45.
γιγγλῠμόομαι: συναρμόζομαι, διαρθροῦμαι, ὡς ὁ γίγγλυμος μὲ γιγγλυμοειδῆ ἄρθρωσιν, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 810.