ἀσκάληρον
From LSJ
Μακάριόν ἐστιν υἱὸν εὔτακτον τρέφειν → Felicitas eximia sapiens filius → Ein Glück ist's, einen Sohn, der brav ist, großzuziehn
English (LSJ)
τό, v.l. (ap.Ath.) for σκαλίας (q.v.), Thphr.HP6.4.11: —also ἀσκαλία, Plin.HN21.97.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσκάληρον: τό, τὸ περικάρδιον (περικάρπιον Meineke) τοῦ καυλοῦ τῆς κάκτου, Ἀθήν. 70Ε.