ἀποκωλυτέον
From LSJ
Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut
English (LSJ)
A one must forbid, Sor.2.42.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκωλυτέον: ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ ἀποκωλύω, δεῖ ἀποκωλύειν, Σωρανὸς περὶ Γυναικ. Παθ. σ. 240Β.