ἀποκωλυτέον
From LSJ
Ὕπνος δὲ πάσης ἐστὶν ὑγίεια νόσου → Sopor est hominibus ipsa vitae sanitas → Genesung bringt von jeder Krankheit tiefer Schlaf
English (LSJ)
one must forbid, Sor.2.42.
Spanish (DGE)
hay que impedir τὴν παράληψιν Sor.121.29.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκωλυτέον: ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ ἀποκωλύω, δεῖ ἀποκωλύειν, Σωρανὸς περὶ Γυναικ. Παθ. σ. 240Β.