ἀφοίτητος
From LSJ
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
English (LSJ)
ον,
A untrodden, inaccessible, Opp.H.2.527.
German (Pape)
[Seite 413] unbetreten, πέτρη Opp. Hal. 2, 527.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφοίτητος: -ον, ἀπροσπέλαστος, ἀπρόσιτος, Ὀππ. Ἁλ. 2. 527.