λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
[Seite 88] dor. für ἠλακάτη.
ἀλακάτα: ἡ Δωρ. ἀντὶ ἠλακάτη.
dor. c. ἠλακάτη.