ἀποικίς

From LSJ
Revision as of 19:45, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185

German (Pape)

[Seite 304] ίδος, ἡ, fem. zu ἄποικος, sc. πόλις, Pflanzstadt, Her. 7, 167; u. folgende Historiker, Plut. Timol. 3.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποικίς: -ίδος, ἡ, ἰδιόρρυθμον θηλ. τοῦ ἄποικος: ― ἀπ. πόλις, ἀποικία, Ἡρόδ. 7. 167· καὶ ἄνευ τοῦ πόλις, Στράβ. 481, Πλουτ. Κορ. 28, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ίδος
adj. f.
ἀποικίς πόλις, ou subst. (ἡ) colonie.
Étymologie: ἄποικος.