ἀπημελημένως

From LSJ
Revision as of 09:55, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_6)

οὔποτε ποιήσεις τὸν καρκίνον ὀρθὰ βαδίζειν → thou shalt never make the crab walk straight

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπημελημένως Medium diacritics: ἀπημελημένως Low diacritics: απημελημένως Capitals: ΑΠΗΜΕΛΗΜΕΝΩΣ
Transliteration A: apēmelēménōs Transliteration B: apēmelēmenōs Transliteration C: apimelimenos Beta Code: a)phmelhme/nws

English (LSJ)

Adv., (ἀπαμελέω)

   A carelessly, Procop.Vand.1.4, al.

German (Pape)

[Seite 290] ganz vernachlässigt, Sp., die auch ἀπημελέω haben.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπημελημένως: ἐπίρρ. τοῦ ἀπαμελέω, παραμελημένως, ἠμελημένως, ἐν αὐτοῖς δὲ καὶ Μαρκιανὸς ὅπου δὴ ἀπημελημένως ἐκάθευδε Προκοπ. Βανδ. 1. 4, σ. 185D.