αἰσχροπρεπής
From LSJ
Menander, Monostichoi, 501
English (LSJ)
ές,
A of hideous appearance, Sch.E. Hipp.75; f.l. for -επής, Ael.Fr.80.
Greek (Liddell-Scott)
αἰσχροπρεπής: -ές, ἔχων δυσειδὲς τὸ ἐξωτερικόν, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἱππ. 74, αἰσχρολόγος, Σουΐδ. ἐν λ. Ἀρχίλοχος· ἀλλ’ ἐν τῇ ἐκδ. τοῦ Βεκκ. εἶναι αἰσχροεπής.