ἀμεθεξία
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
English (LSJ)
ἡ,
A non-participation, τινός Corn.ND35, Procl. in Prm. p.559S.
German (Pape)
[Seite 120] ἡ, Theilnahmlosigkeit, Cornut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμεθεξία: ἡ, τὸ μὴ μετέχειν, τινὸς Κορνοῦτ. περὶ Θ. Φύσ. 35, Διον. Ἀρεοπ.