Λυποῦντα λύπει, καὶ φιλοῦνθ' ὑπερφίλει → Illata mala repende; amantem magis ama → Den kränke, der dich kränkt, und liebe den, der liebt
Full diacritics: ἀνηλεγής | Medium diacritics: ἀνηλεγής | Low diacritics: ανηλεγής | Capitals: ΑΝΗΛΕΓΗΣ |
Transliteration A: anēlegḗs | Transliteration B: anēlegēs | Transliteration C: anilegis | Beta Code: a)nhlegh/s |
ές,
A unconcerned, reckless, πόλεμος Q.S.2.75: neut. in Hsch. Adv. -έως Q.S.2.414.
ἀνηλεγής: -ές, ὠμόφρων, σκληρός, ἀνηλεγέος πολέμοιο, Κόϊντ. Σμυρ. 2. 75· καθ’ Ἡσύχ. «ἀνηλεγές· ἀφρόντιστον». - Ἐπίρρ. -έως Κόϊντ. Σμυρ. 2. 414· πρβλ. ἀπηλεγής, ἀπηλεγέως.