ἀνδρὸς σπλάγχνον ἐκμαθεῖν → learn a man's heart, learn a man's inward nature
ἀνῐκᾰνότης: -ητος, ἡ, τὸ μὴ ἐπαρκεῖν, ἡ ἔλλειψις ἱκανότητος, Ἀμφιλόχ. σ. 101.