ἀντημοιβός
From LSJ
English (LSJ)
όν, Ep. for ἀνταμοιβός,
A corresponding, Call.Del.52.
German (Pape)
[Seite 248] ion. für ἀνταμοιβός, Call. Dei. 52, vergeltend, Conj. für ἀντίμοιβος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντημοιβός: -όν, Ἐπ. ἀντὶ ἀνταμοιβός, ἀνταποκρινόμενος, ἁρμόζων, τοῦτό τοι ἀντημοιβὸν ἁλίπλοοι οὔνομ’ ἔθεντο Καλλ. εἰς Δῆλον 52.