ἀντιχράω

From LSJ
Revision as of 19:43, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich

Menander, Monostichoi, 344
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιχράω Medium diacritics: ἀντιχράω Low diacritics: αντιχράω Capitals: ΑΝΤΙΧΡΑΩ
Transliteration A: antichráō Transliteration B: antichraō Transliteration C: antichrao Beta Code: a)ntixra/w

English (LSJ)

(χράω B)

   A to be sufficient, only in aor. 1, ὁ ποταμὸς οὐκ ἀντέχρησε τῆ στρατιῆ πινόμενος Hdt.7.127, cf. 187.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιχράω: (χράω Β) ἀρκῶ, ἐπαρκῶ, ὡς τὸ ἀποχράω, ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἀόρ. α΄, ὁ ποταμὸς οὐκ ἀντέχρησε τῇ στρατιῇ πινόμενος, ἀλλ’ ἐπέλιπε Ἡρόδ. 7. 127· τὰ σιτία ἀντέχρησε ... μυριάσι τοσαύτῃσι αὐτόθ. 187.

French (Bailly abrégé)

ao. 3ᵉ sg. ἀντέχρησε;
suffire à, τινι.
Étymologie: ἀντί, χράω.