ἀποδεικτός
From LSJ
Θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → Because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things
English (LSJ)
ή, όν,
A demonstrable or to be demonstrated, Arist.AP0.76b33, al. 2 demonstrated, Id.EN1140b32.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποδεικτός: -ή, -όν, (Φιλόδημ. ἐν Vol. Herc. 1. 61D), ὁ δυνάμενος νὰ ἀποδειχθῇ, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 10., 7, καὶ ἀλλ. 2) ἀποδεικνυόμενος, ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 6. 6, 1, κτλ. Περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Λοβ. Παραλειπ. 498.