ἀπόρροος
From LSJ
οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως → for selfish greed had no place in their statesmanship
English (LSJ)
ον, contr. ἀπό-ρρους, ουν, (ἀπορρέω)
A streaming out of, αἰγῶν ἀ. θρόμβος Antiph.52.8. II Subst., outflow, κρήνης E.Antiop. iv B 57 Arn.; branch of a river or sea, Νείλου Aristid.Or.36(48).74; θαλάσσης ib.87, cf. 44(17).17 (pl.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόρροος: -ον, συνηρ. -ρρους, ουν (ἀπορρέω), ἀπορρέων, μηκάδων αἰγῶν ἀπόρρουν θρόμβον Ἀντιφ. ἐν «Ἀφροδισίῳ» 1. 8. ΙΙ. ὡς ουσιαστ. διακλάδωσις ἢ βραχίων ποταμοῦ ἢ θαλάσσης, ἐκ τῶν ἄνωθεν τόπων ἔρχεται τοῦ Νείλου τις ἀπόρρους Ἀριστ. 2. 351. 354.