ἀτόπημα
From LSJ
Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein
English (LSJ)
ατος, τό,
A absurdity, S.E.M.1.80. 2 strange sight or occurrence, POxy.1557.6 (iii A.D.), al. 3 offence, PTeb.303.11 (ii A. D.), Procop.Pers.1.24.
German (Pape)
[Seite 388] τό, die Unschicklichkeit, Sp.; Verbrechen, Zosim.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτόπημα: τό, ἄτοπος λόγος ἤ πράξις, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 80, Εὐσέβ. Ἐκκλ. Ἱστ. 6. 43, 18: ― βραδύτερον, ἀδίκημα, πλημμέλημα, ἔνοχος ἀτοπημάτων Ρήτορες (Walz) τ. 1. σ. 618.