αὐτεπάγγελτος
Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...
English (LSJ)
ον,
A offering of oneself, of one's free will, αὐ. ἠθέλησε συμβαλέσθαι χρήματα Hdt.7.29; αὐ. ὑποστῆναι E.HF706; παρεῖναι, χωρεῖν, Th. 1.33, 4.120; βοηθεῖν Isoc.1.25; ἐθελονταί D.18.68. Adv. -τως Ph. 2.173. II self invited, dub. in Luc.JTr.37.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτεπάγγελτος: -ον, ὁ ἀφ᾿ ἑαυτοῦ, αὐθορμήτως ποιῶν τι χωρὶς νὰ παρακινηθῇ ὑπό τινος, Λατ. sponte, αὐτεπάγγελτο... ἠθέλησε συμβαλέσθαι χρήματα Ἡρόδ. 7. 29· αὐτ. ὑποστῆναι Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 706· παρεῖναι, χωρεῖν Θουκ. 1. 33., 4. 120· βοηθεῖν Ἰσοκρ. 7C · παραχωρῆσαι Δημ. 247. 25. Ἐπίρρ. -τως Φίλων 2. 173.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui s’offre de lui-même, spontané, volontaire.
Étymologie: αὐτός, ἐπαγγέλομαι.