βραδύγλωσσος
From LSJ
ἀνδρῶν γὰρ σωφρόνων μέν ἐστιν, εἰ μὴ ἀδικοῖντο, ἡσυχάζειν → for it is the part of prudent men to remain quiet if they should not be wronged
English (LSJ)
Att. βραδύγλωττος, ον,
A slow of tongue, LXX Ex.4.10, Cat.Cod.Astr.2.167, Ps.-Luc.Philopatr.13.
German (Pape)
[Seite 460] von langsamer Zunge, Sprache, LXX.; Luc. Philop. 13.
Greek (Liddell-Scott)
βρᾰδύγλωσσος: Ἀττ. –ττος, ον, ὁ βραδέως ἢ μὲ δυσκολίαν ὁμιλῶν, Ἑβδ. (Ἔξοδ. δ΄, 10).