γεωπόνος
German (Pape)
[Seite 488] das Land bestellend, Heraclid. 3 (VII, 281); ὁ, der Bauer, Antiphil. (VII, 175); Philo.
Greek (Liddell-Scott)
γεωπόνος: ὁ, γεωργός, Ἀνθ. II. 7. 175, 281, Φίλων 1. 212· παρὰ Βαρβ. 108. 14, γεηπόνος. Ὁ Δωρ. τύπος γᾱπόνος ἦτο εὔχρηστος παρ’ Ἀττ., Εὐρ. Ἱκέτ. 420· πρβλ. γητόμος.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
celui qui travaille à la terre, cultivateur, agriculteur.
Étymologie: γῆ, πένομαι.