εὔχρηστος

From LSJ

ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔχρηστος Medium diacritics: εὔχρηστος Low diacritics: εύχρηστος Capitals: ΕΥΧΡΗΣΤΟΣ
Transliteration A: eúchrēstos Transliteration B: euchrēstos Transliteration C: eychristos Beta Code: eu)/xrhstos

English (LSJ)

εὔχρηστον, also -η, ον Orph.Fr.272: (χράομαι):—
A useful, serviceable, ἔν τινι Hp. Fract.16 (Sup.); πρός τι Pl.Lg.777b, X.Mem.3.8.5, etc.; εἴς τι D.S. 5.40 (Sup.); of persons, c. dat., PPetr.3p.153 (iii B.C.); τῷ δήμῳ Inscr.Prien.102.5 (ii/i B.C.); σκεῦος εὔ. τῷ δεσπότῃ 2 Ep.Ti.2.21; εὔχρησται ἡμέραι, in astrology, Orph.Fr.272. Adv. εὐχρήστως Chrysipp.Stoic.2.334; εὐ. ἔχειν πρός τι Plb.3.73.5, Ael.Tact.3.2.
II easy to execute, διίππευσις ib.18.4.

German (Pape)

[Seite 1110] leicht zu gebrauchen, brauchbar, nützlich, Plat. Legg. VI, 777 b; πρός τι, Xen. Mem. 3, 8, 5; οὕτω πορευόμενοι εὐχρηστότεροι γίγνονται Cyr. 5, 3, 39; Mem. 4, 1, 3; Sp., εἴς τι D. Sic. 5, 40. – Adv., εὐχρήστως ἔχειν πρός τι, = εὐχρηστέω, Pol. 3, 73, 5.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
d'un bon usage, d'un usage facile ou commode;
Cp. εὐχρηστότερος, Sp. εὐχρηστότατος.
Étymologie: εὖ, χράομαι.

Russian (Dvoretsky)

εὔχρηστος: полезный, подходящий, пригодный (πρός τι Xen., Plat., Arst., Plut., εἴς τι Diod. и τινι Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

εὔχρηστος: -ον, (χράομαι) εὔκολος πρὸς χρῆσιν, χρήσιμος, Ἱππ. π. Ἀγμ. 763, καὶ συχνὸν παρὰ Ξενοφ. (παρ’ ᾧ ἀπαντῶσιν ἀμφότερα, τό τε Συγκρ. καὶ Ὑπερθ.)· πρός τι Πλάτ. Νόμ. 777Β, Ξεν. Ἀπομν. 3. 8, 5· εἴς τι Διόδ. 5. 40. - Ἐπίρρ. -τως Χρύσιππ. παρὰ Πλουτ. 2. 1044D· εὐχρήστως ἔχειν πρός τι Πολύβ. 3. 73, 5.

English (Strong)

from εὖ and χρηστός; easily used, i.e. useful: profitable, meet for use.

English (Thayer)

εὔχρηστον (εὖ and χράομαι), easy to make use of, useful: with the dative of person ἄχρηστος, εἰς τί, for a thing, Diodorus 5,40; πρός τί, Xenophon, mem. 3,8, 5.)

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὔχρηστος, θηλ. και -ήστη, -ον)
αυτός που χρησιμοποιείται εύκολα, που είναι εύκολος στη χρήση, ο ευμεταχείριστος, ο ευκολομεταχείριστος, ο χρηστικός
μσν.
1. ικανός
2. χρήσιμος, ωφέλιμος
αρχ.
αυτός που είναι σε πολλή ή σε συνήθη χρήση, που δεν είναι άχρηστος, ο χρησιμοποιούμενος.
επίρρ...
εὐχρήστως (Α)
με εύχρηστο τρόπο, εύκολα, επιτήδεια, άνετα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + χρηστός (< θ. χρησ- του χρώμαι), πρβλ. αόρ. ε-χρησ-άμην].

Greek Monotonic

εὔχρηστος: -ον (χράομαι), εύκολος στη χρήση, χρήσιμος, εξυπηρετικός, ωφέλιμος, σε Ξεν. κ.λπ.

Middle Liddell

εὔ-χρηστος, ον χράομαι
easy to make use of, useful, serviceable, Xen., etc.

Chinese

原文音譯:eÜcrhstoj 由-赫雷士拖士
詞類次數:形容詞(3)
原文字根:好-(有)用(的)
字義溯源:可用的,有用的,有益處的,合乎使用;由(εὖ / εὖγε)=好)與(χρηστός)=合用的)組成;而 (χρηστός)出自(χράομαι)*=對待,供應)
出現次數:總共(3);提後(2);門(1)
譯字彙編
1) 合乎⋯使用(1) 提後2:21;
2) 都有益處(1) 門1:11;
3) 有益處(1) 提後4:11