γογγύλλω

From LSJ
Revision as of 11:42, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_20)

ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → for extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable (Corpus Hippocraticum, Aphorisms 1.6.2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γογγύλλω Medium diacritics: γογγύλλω Low diacritics: γογγύλλω Capitals: ΓΟΓΓΥΛΛΩ
Transliteration A: gongýllō Transliteration B: gongyllō Transliteration C: goggyllo Beta Code: goggu/llw

English (LSJ)

   A round (μεταστρέφει Suid.), Ar.Th.56 (Pors. for γογγυλίζει); cf. γογγυλεῖν· συστρεφεῖν (perh. συστρέψειν), Hsch.

German (Pape)

[Seite 500] nach Porsons Conj. Ar. Th. 56 für γογγυλίζω.

Greek (Liddell-Scott)

γογγύλλω: στρογγύλον ποιῶ, ἐκ διορθώσεως τοῦ Πόρσ. ἐν Ἀριστοφ. Θεσμ. 5β, γογγυλίζει (ὅπερ ὁ Σουΐδ. ἑρμηνεύει διὰ τοῦ μεταστρέφειν)· οὕτω ὁ Κόβητος ἐν V. LL. προτιμᾷ ξυγγογγύλας ἀντὶ -υλίσας ἐν Ἀριστοφ. Θεσμ. 61, Λυσ. 973· καὶ γογγυλεῖν φαίνεται ἐσφαλμ. γραφ. παρ’ Ἡσυχ. ἀντὶ τοῦ γογγύλλειν,