γονοποιΐα
From LSJ
λέγεται δὲ καὶ κλῶνας αὐτῆς θύραις ἢ θυρίσι προστεθέντας ἀποκρούειν τὰς τῶν φαρμάκων κακουργίας → its branches attached to doors or windows are said to repel the evil of spells
English (LSJ)
A production of offspring, Alex.Aphr.Pr.2.68.
German (Pape)
[Seite 501] ἡ, Befruchtung, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
γονοποιΐα: παιδοποιία, Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. 2. 68.