Δασύλλιος
From LSJ
Ἦθος πονηρὸν φεῦγε καὶ κέρδος κακόν → Iniusta fuge compendia et mores malos → Charakterlosigkeit und Unrechtsvorteil flieh
English (LSJ)
ον, epith. of Bacchus, Paus.1.43.5 (παρὰ τὸ δασύνειν τὰς ἀμπέλους, acc. to EM248.54).
Greek (Liddell-Scott)
Δασύλλιος: -ον, ἐπίθ. τοῦ Βάκχου, Παυσ. 1. 43, 5· παρὰ τὸ δασύνειν τὰς ἀμπέλους, κατὰ τὸ Ἐτυμ. Μ. 248. 54.