δεινοποιέω
From LSJ
English (LSJ)
in Rhet.,
A amplify, D.H.Th.23, Nicol. Prog.p.42F.; use terrifying expressions, Porph.Chr.30.
German (Pape)
[Seite 538] entsetzlich machen, übertreiben, Dion. Hal. iud. Thuc. 23.
Greek (Liddell-Scott)
δεινοποιέω: ἐξογκώνω τὰ πράγματα, εἶμαι ὑπερβολικός, Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 23.