δημαίτητος
From LSJ
λύχνον μεθ᾿ ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων “ἄνθρωπον ζητῶ” → He lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, “I am looking for a human”
German (Pape)
[Seite 561] vom Volke gefordert, Synes.
Greek (Liddell-Scott)
δημαίτητος: -ον, ὁ ὑπὸ τοῦ λαοῦ αἰτούμενος, ὁ ἀρχιερεὺς ὀφείλει εἶναι ἢ θεαίτητος ἢ δημαίτητος Συνέσ. 174Β.