διαδράσσομαι
From LSJ
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
English (LSJ)
A seize hold of, ἀλλήλων Plb.1.58.8, Ph.2.328.
Greek (Liddell-Scott)
διαδράσσομαι: ἀποθ., συλλαμβάνω, (κοιν. ἀδράχνω) τινος Πολύβ. 1. 58, 8.