διάκενος
τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies
English (LSJ)
ον,
A empty, hollow, σφαῖρα Sor. 1.93; τὸ δ. gap, breach, Th.4.135,5.71; τὸ δ. τοῦ ὀδόντος Antyll. ap. Orib.10.36.3; interval, Aristox.Harm.p.26 M.; τὰ δ. hollows, Pl.Ti. 58b, 60e; διάκενον δεδορκότα with a vacant stare, of skeletons, Luc. Nec.15. II empty or vain, Pl.Lg.820e; δ. ἑλκυσμός, of idle fancies, Chrysipp.Stoic.2.22. Adv. -νως, ἕλκειν τὴν διάνοιαν Iamb. Myst.2.10; κοπιᾶν Macar.1.99. III thin, lank, Plu.Lyc.17; δ. καὶ λαγαροί Id.Publ.15; δ. τοὺς βουβῶνας Philostr.Gym.37. IV porous, Gal.8.672; δ. ἄρτοι light bread, LXXNu.21.5. V Adv. διακένως, ζώνη δ. ὑφασμένη of a gauzy texture, J.AJ3.7.2.
Greek (Liddell-Scott)
διάκενος: -ον, ἐντελῶς κενὸς ἢ κοῖλος «κούφιος», «ἄδειος», τὸ δ., κενόν, χάσμα, vacuum, Θουκ. 4. 135., 5. 71· τὰ δ., κενὰ διαστήματα, κοιλότητες, Πλάτ. Τιμ. 58Β, 60Ε. ― Ἐπίρρ. διακένως Ἰώσηπ. Ι. Λ. 3. 7, 2. ΙΙ. ὅλως κενός, ἤτοι μάταιος, ματαιόφρων, ὁ αὐτ. Νόμ. 820Ε. ΙΙΙ. κοῖλος, δ. δεδορκέναι, μὲ ὀφθαλμοὺς κοίλους, ἐπὶ λιμωττόντων καὶ νοσούντων, Λουκ. Νεκυομ. 15. 2) λεπτός, ἰσχνός, Πλούτ. Λυκ. 17, Ποπλικ. 15.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
I. (διά dans l’intervalle) qui laisse un vide au milieu : τὸ διάκενον THC espace vide au milieu, intervalle;
II. (διά à travers);
1 profondément creux : διάκενον δεδορκέναι LUC avoir des yeux caves;
2 vide ; grêle, maigre.
Étymologie: διά, κενός.