διαζωτικός
From LSJ
παραγραμμίζω τὰ τῶν θεῶν ὀνόματα → miswrite the gods' names
English (LSJ)
ή, όν,
A vital, ἰδίωμα Procl.in Prm.p.576S.
Greek (Liddell-Scott)
διαζωτικός: -ή, -όν, διατηρητικὸς τῆς ζωῆς, Πρόκλ. εἰς Πλάτ. Παρμ. σ. 576 (Stallb.)
παραγραμμίζω τὰ τῶν θεῶν ὀνόματα → miswrite the gods' names
Full diacritics: διαζωτικός | Medium diacritics: διαζωτικός | Low diacritics: διαζωτικός | Capitals: ΔΙΑΖΩΤΙΚΟΣ |
Transliteration A: diazōtikós | Transliteration B: diazōtikos | Transliteration C: diazotikos | Beta Code: diazwtiko/s |
ή, όν,
A vital, ἰδίωμα Procl.in Prm.p.576S.
διαζωτικός: -ή, -όν, διατηρητικὸς τῆς ζωῆς, Πρόκλ. εἰς Πλάτ. Παρμ. σ. 576 (Stallb.)