διέδεξε
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
English (LSJ)
A v. διαδείκνυμι.
Greek (Liddell-Scott)
διέδεξε: ἴδε ἐν λ. διαδείκνυμι.
French (Bailly abrégé)
v. διαδείκνυμι.