διάχριστος
From LSJ
Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...
English (LSJ)
ον,
A anointed: hence δ. ἐσχαρίτης, a rich cake, Lynceusap.Ath.3.109e: -χριστα, τά, salves, ointments, Dsc.1.30, Antyll. ap. Orib.10.34 tit., Aret. CA1.1.
Greek (Liddell-Scott)
διάχριστος: -ον, κεχρισμένος, ἀληλιμμένος, Διοσκ. 1. 34· τὸ δ. =διάχρισμα, Γαλην.