δριμύσσω
From LSJ
English (LSJ)
A cause to smart, ὀφθαλμούς Alex. Trall.2:—Pass., οἱ δριμυττόμενοι τὰ βλέφαρα Aët.7.15. II treat severely, Eust.201.23; δριμύξεται τὰ ἐναγώνια Lib.Decl.43 Intr.4.
German (Pape)
[Seite 667] durch scharfen, pikanten Geschmack reizen, Sp.; übertr., verbittern, Schol. Ar. Vesp. 62; Med. ἐδριμύξατο, Eust. 1061, 5, Erkl. von σεσινάπικε.
Greek (Liddell-Scott)
δρῑμύσσω: ἐμποιῶ δριμύτητα, πικραίνω, Νικήτ. Χρον. 382D. II. αὐστηρῶς μεταχειρίζομαι, Εὐστ. 201. 23.