δυσκινησία
From LSJ
μὴ εἴπῃς ὠς οὐκ ἔστι Ζεύς → don't say that there is no Zeus
English (LSJ)
Ion. -ίη, ἡ,
A difficulty of moving, Hp.Aph.3.17, Arist. GA780a25, PA685a8.
Greek (Liddell-Scott)
δυσκῑνησία: Ἰων. -ίη, ἡ, ἡ περὶ τὸ κινεῖσθαι δυσκολία, Ἱππ. Ἀφ. 1257, Αριστ. π. Ζ. Γ. 5. 1, 29, Ζ. Μ. 4. 9, 8.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
difficulté de se mouvoir.
Étymologie: δυσκίνητος.