δύσπιστος
From LSJ
Ἔνεγκε λύπην καὶ βλάβην εὐσχημόνως → Damna ac dolores disce generose pati → Mit schicklichem Anstand trage Trauer und Verlust
English (LSJ)
ον,
A hard of belief, distrustful: Adv. -τως, ἔχειν πρός τι to be incredulous about a thing, Pl.Erx.405b. II Pass., hard to be believed, Vett.Val.108.13, Palaeph.30: Comp., D.Chr.32.64. III superstitious, Hsch.
German (Pape)
[Seite 687] 1) schwer glaubend, mißtrauisch; Hesych.; δυσπίστως ἔχειν πρός τι Plat. Eryx. 405 b; Sp. – 2) schwer zu glauben, unglaublich, Sp
Greek (Liddell-Scott)
δύσπιστος: -ον, ὁ δυσκόλως πιστεύων, πλήρης δυσπιστίας.- Ἐπίρρ. δυσπίστως ἔχειν πρός τι, δυσπιστῶ περὶ τινος, Πλάτ. Ἐρυξ. 405Β. ΙΙ.δυσκόλως πιστευόμενος, Παλαίφ. 31. 2.