δύσχροος
From LSJ
Ξένῳ μάλιστα συμφέρει τὸ σωφρονεῖν → Bene se modeste gerere peregrinum decet → Den größten Nutzen bringt dem Gast Bescheidenheit
English (LSJ)
ον, contr. δύσ-χρους, ουν, = sq., Hp.Aph.5.42.
German (Pape)
[Seite 691] zsgzgn δύσχρους, = folgd., Ath. III. 94 a.
Greek (Liddell-Scott)
δύσχροος: -ον, συνῃρ. -χρους, ουν, = τῷ ἑπόμ., Ἱππ. Ἀφ. 1244.